καζής

καζής
καζῆς, ὁ (Μ)
δικαστικός και διοικητικός άρχοντας, κατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kazi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καζής, Γιαννακός — Αγωνιστής του 1821 από τη Δημητσάνα. Υπηρέτησε στο σώμα του Γενναίου Κολοκοτρώνη και πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Πάτρας. Επίσης, διακρίθηκε στη μάχη στα Δερβενάκια …   Dictionary of Greek

  • Гольфо — У этого термина существуют и другие значения, см. Картель Гольфо. Гольфо греч. Γκόλφω Жанр романтичная драма …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”